- ἁγνεία
- -ας + ἡ N 1 2-1-0-0-1=4 Nm 6,2.21; 2 Chr 30,19; 1 Mc 14,36chastity, purity (of the Nazirite) Nm 6,2; purity (of the temple) 1 Mc 14,36 Cf. DORIVAL 1996, 543; WEVERS 1998 94; →NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἁγνεία — ἁγνείᾱ , ἁγνεία purity fem nom/voc/acc dual ἁγνείᾱ , ἁγνεία purity fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείᾳ — ἁγνείᾱͅ , ἁγνεία purity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγνεία — αγνεία, η και αγνιά, η αγνότητα, παρθενιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγνεία — Η σωφροσύνη, η αγνότητα, η απόλυτη τήρηση των ηθικών αρχών, αλλά και η αποχή από κάθε σαρκική ή τροφική απόλαυση. * * * η (Α ἁγνεία) [ἀγνεύω] καθαρότητα, αγνότητα, παρθενία μσν. αγαμία αρχ. 1. αυστηρή τήρηση τών θρησκευτικών καθηκόντων 2. στον… … Dictionary of Greek
ἁγνείας — ἁγνείᾱς , ἁγνεία purity fem acc pl ἁγνείᾱς , ἁγνεία purity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείαι — ἁγνείᾱͅ , ἁγνεία purity fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείαν — ἁγνείᾱν , ἁγνεία purity fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνειῶν — ἁγνεία purity fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνεῖαι — ἁγνεία purity fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείαις — ἁγνεία purity fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνείη — ἁγνεία purity fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)